- ἀκάνθας
- ἀκάνθᾱς , ἄκανθαthornfem acc plἀκάνθᾱς , ἄκανθαthornfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek
Acanthis — ACANTHIS, ĭdis, Gr. Ἀκανθὶς, ίδος des Autonous und der Hippodamia Tochter, und Schwester des Erodius, Anthus, Schöneus und Acanthus, wurde aus Mitleiden der Götter, als ihres Vaters Pferde ihren Bruder, Acanthus zerrissen und gefressen hatten, in … Gründliches mythologisches Lexikon
MYRUS — Graece Μύρος, muraena dentata est, καρχαρόδους proin Aristoteli, utpote dentes habens ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Muraenarum enim aliae dentatae sunt. Athen. l. 7. ubi ait. τῶ μυραινω ν δακούσας ἀναιρεῖν τὰς ἐξ ἔχεως; aliae edentulae. Quas ita quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
ακάνθιο — το (Α ἀκάνθιον) [ἄκανθα] μικρή άκανθα, αγκαθάκι αρχ. είδος άκανθας* γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
ακανθόκορμος — ο 1. ο κορμός τής άκανθας 2. κορμός με αγκάθια, αγκαθωτός … Dictionary of Greek
καταρρέζω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω («χειρί τέ μιν κατέρεξεν», Ομ. Ιλ.) 2. ψηλαφίζω («ἀκάνθας ἦκα καταρρέξειεν», Οππ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥέζω «εκτελώ»] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… … Dictionary of Greek
προσεμπίμπρημι — Α 1. κατακαίω, πυρπολώ επιπροσθέτως («ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῡρ εὕρῃ ἀκάνθας, καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνας ἢ στάχυς», ΠΔ) 2. παθ. προσεμπίμπραμαι (για έλκη) φλεγμαίνομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπρημι «πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] … Dictionary of Greek